πετάλωμα

πετάλωμα
το см. πετάλωση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πετάλωμα" в других словарях:

  • πετάλωμα — το, Ν [πεταλώνω] η προσαρμογή τού πετάλου στο πέλμα τής οπλής τών ζώων, καλίγωμα …   Dictionary of Greek

  • πετάλωμα — το, ατος το κάρφωμα των πετάλων στα πόδια των ζώων, καλίγωμα (από λ. λατ. caliga = στρατιωτικό υπόδημα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πετάλωθρο — και πετάλωτρο, το, Ν 1. ειδικό εργαλείο, με το οποίο γίνεται το πετάλωμα 2. ξύλινη κατασκευή με τέσσερεις ορθοστάτες, μέσα στην οποία τοποθετούνται τα ζώα που αντιδρούν στο πετάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω + επίθημα θρο / τρο (πρβλ. σάρω θρο, φίμ …   Dictionary of Greek

  • εγκαθήλωμα — το 1. το να κρατάει κανείς κάποιον ή κάτι εντελώς ακίνητο 2. (κτην.) ο τραυματισμός τού αλόγου κατά το πετάλωμα από στράβωμα καρφιού …   Dictionary of Greek

  • καλίγωμα — και καλίβωμα, το [καλιγώνω] πετάλωμα …   Dictionary of Greek

  • καλιγοκάρφι — και καλιγόκαρφο, το (Μ καλιγοκάρφι) καρφί που χρησιμοποιείται για το πετάλωμα αλόγων ή άλλων υποζυγίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλίγι + καρφί] …   Dictionary of Greek

  • καρφοπιάνω — τραυματίζω το πόδι τού ζώου με το καρφί τού πετάλου κατά το πετάλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφί + πιάνω] …   Dictionary of Greek

  • πετάλωση — η /πετάλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [πεταλώ] νεοελλ. το πετάλωμα, το καλίγωμα μσν. 1. η εκβλάστηση φύλλων 2. το φύλλωμα αρχ. η κάλυψη με πέταλα, με λεπτά φύλλα μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • πεταλωτής — ο, Ν ειδικός στο πετάλωμα τών αλόγων και άλλων ζώων, καλιγωτής, αλμπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεταλώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • καλίγωμα — το πετάλωμα: Αυτός δεν είναι καλός στο καλίγωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»